τριποδίσκος

τριποδίσκος
τριποδίσκος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριποδίσκος — ὁ, Α μικρός τρίποδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. νεαν ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ТРИПОДИСК —    • Τριποδίσκος или Τρίποδες          или Трипод, местечко на северо запад от Мегары, по дороге в Дельфы; родина Сусариона, основателя мегаро аттической комедии. Ныне развалины близ Dervi. Thuc. 4, 70. Paus. 1, 43, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • τριποδίσκοι — τριποδίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριποδίσκον — τριποδίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριποδίσκους — τριποδίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • τριποδίσκιον — τὸ, Α [τριποδίσκος] μικρός τρίποδας …   Dictionary of Greek

  • Κρότωπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αγήνορα και έγινε βασιλιάς του Άργους μετά τον θάνατο του θείου του, Ιάση. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, μία κόρη του, η Ψαμμάθη, απέκτησε από τον Απόλλωνα έναν γιο, τον Λίνο. Επειδή φοβήθηκε τον πατέρα της …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”